μαστευτής

μαστευτής
ο (Α μαστευτής) [μαστεύω]
νεοελλ.
αυτός που κάνει έρευνες για να ανακαλύψει υπόγεια ύδατα
αρχ.
μαστήρ*, αναζητητής, ερευνητής κάποιου προσώπου ή πράγματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαστευτοῦ — μαστευτής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματευτής — ματευτής, ὁ (Α) [ματεύω] ο μαστευτής* …   Dictionary of Greek

  • υδρομαστευτής — ο, Ν αυτός που εκτελεί υδρομαστεύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μαστευτής (< μαστεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”